πανιάζω

πανιάζω
και παννιάζω [παν(ν)ί]
1. γίνομαι άσπρος σαν πανί, χάνω το χρώμα μου από υπερβολικό φόβο ή από συγκίνηση, χλομιάζω
2. αποκτώ πανάδες στο δέρμα μου
3. (για τρόφιμα) χάνω τη φρεσκάδα μου, μπαγιατεύω, μουχλιάζω
4. (για φυτά) μαραίνομαι («πάνιασαν τα λάχανα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανιάζω — πανιάζω, πάνιασα, πανιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πανιάζω — πάνιασα, πανιασμένος 1. χάνω το χρώμα μου, γίνομαι άσπρος από το φόβο ή από άλλη αιτία: Μόλις άκουσε από το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου, πάνιασε. 2. αποχτώ λεκέδες στο δέρμα, φακίδες στο πρόσωπο: Το καλοκαίρι πανιάζει το πρόσωπό μου. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παννιάζω — πανιάζω …   Dictionary of Greek

  • απάνιαστος — «απάνιαστος φούρνος» αυτός που δεν τον καθάρισαν με την πάνα από τη στάχτη και τη μουτζούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πανιαστός < πανιάζω] …   Dictionary of Greek

  • πάνιασμα — και πάννιασμα, το [παν)ν)ιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού πανιάζω, χλόμιασμα, χλομάδα στο πρόσωπο 2. εμφάνιση πανάδων στο δέρμα 3. (για τρόφιμα) μούχλιασμα, μπάγιάτεμα …   Dictionary of Greek

  • φλομώνω — φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ. 2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”