πανιάζω — πανιάζω, πάνιασα, πανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πανιάζω — πάνιασα, πανιασμένος 1. χάνω το χρώμα μου, γίνομαι άσπρος από το φόβο ή από άλλη αιτία: Μόλις άκουσε από το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου, πάνιασε. 2. αποχτώ λεκέδες στο δέρμα, φακίδες στο πρόσωπο: Το καλοκαίρι πανιάζει το πρόσωπό μου. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παννιάζω — πανιάζω … Dictionary of Greek
απάνιαστος — «απάνιαστος φούρνος» αυτός που δεν τον καθάρισαν με την πάνα από τη στάχτη και τη μουτζούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πανιαστός < πανιάζω] … Dictionary of Greek
πάνιασμα — και πάννιασμα, το [παν)ν)ιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού πανιάζω, χλόμιασμα, χλομάδα στο πρόσωπο 2. εμφάνιση πανάδων στο δέρμα 3. (για τρόφιμα) μούχλιασμα, μπάγιάτεμα … Dictionary of Greek
φλομώνω — φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ. 2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)